- ἐνθεσπίζοντος
- ἐν-θεσπίζωprophesypres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθεσπίζω — ἐνθεσπίζω (AM) (για τον θεό) υπαγορεύω ενδομύχως σε κάποιον χρησμούς, προφητείες («τοῡ ἐνθεσπίζοντος ἐν αύτῷ θείου πνεύματος», Ευσ.) … Dictionary of Greek